top of page

Zola live


Όπως όλοι που έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν ένα τέτοιο κείμενο σε ένα τέτοιο μέσο, έχω πάρα πολύ σημαντικά προβλήματα που έχουν να κάνουν αποκλειστικά με εμένα και κανέναν άλλο. Αυτό το κείμενο δεν είναι για εσένα, ούτε όμως για αλλοίωση στίχων συγκροτημάτων που δεν υπάρχουν πια. Δεν πηγαίνω πια συναυλίες. Όχι γιατί δε μου αρέσει η μουσική, τουναντίον. Αλλά γιατί δε μου αρέσεις εσύ, ναι εσύ, δηλαδή εγώ.


Δεν είναι τα υψωμένα κινητά που παρακαλάνε για ένα EMP, τα 50 παραπάνω εισιτήρια που έχει κόψει ο χώρος, ξέρεις, εκείνα που μετατρέπουν μια δυναμική μάζα κόσμου σε μια σαβούρα ιδρώτα, καπνού και φτηνών ρούχων από κόμικ, δεν είναι η πανάκριβη μπύρα, οι μπόμπες και οι παρακμιακές κρυμμένες ρακές, δεν είναι η ατέρμονη καθυστέρηση που ντροπιάζει μέχρι και πορεία τριτοβάθμιων συνδικαλιστών, δεν είναι ο ήχος που προδίδει όλα τα support, δεν είναι οι αποδείξεις που αναζητά η Νικολούλη, δεν είναι οι βλάκες με τα ακατάλληλα moshpit σε λάθος χρόνους, δεν είναι οι μπροστινές σειρές που έχουν σταματήσει να χορεύουν, δεν είναι η μέση ελληνίδα με το ιδανικό της ύψος που μου ζητάει να κάνω λίγο πιο πέρα για να μπορεί να δει την σκηνή, δεν είναι όλα αυτά. Έχω δει Διάφανα Κρίνα στο Αν με σπασμένο πόδι και πατερίτσες, έχω βγει κίτρινος από τη σκόνη από το περίφημο Shockwave όπου αναγκάστηκα να δω Mesh (!) και Raining Pleasure για να προσκυνήσω έναν γέρο που βάζει σκιά στα μάτια του, έχω ακούσει Ντίνο Σαδίκη σε υπόγα και Lost Bodies στη Νομική, έχω περπατήσει υπνωτισμένος στην Αχαρνών από το Ρόδον, έχω δει Tindesticks στο Μπάντμιντον και Λένα Πλάτωνος στο Ηρώδειο γατάκι, τι six dogs μου λες τώρα; Δεν είναι όλα αυτά, είναι ο κόσμος, αυτή η λαίλαπα.


Έχω γίνει ένας μίζερος σκατόγερος εγκλωβισμένος στο ατσαλένιο κορμί ενός 30-και-κάτι-ψιλά, τόσο μισάνθρωπος που μέχρι και ο Νίτσε μου λέει να χαλαρώσω, το ξέρω, δεν προλαβαίνω που λέγαμε στους ψαράδες, too young to die, too old to kick around αλλοιώνοντας ένα ακόμη δίστιχο, αυτή τη φορά του νορβηγικού σκυλορόκ. Αλήθεια όμως σας έχω βαρεθεί, όλες εκείνες οι συναυλιακές φυλές (αναγούλα) που κάποτε μικρότερος απλά μου ήταν αδιάφορες, τώρα είστε τρομακτικά ενοχλητικές, οι τύποι φάση, μούτρα, τζαζ, αλλού, τότε που είχαν κάποιο ενδιαφέρον σαν τον δίμετρο γίγαντα τίγκα στα δερμάντινα και τα ντραγκς να κάνει σβούρες στους Closer και τους Bokomolech και να ψάχνει για καβγά, τώρα είναι απλά κουραστικοί και περιττοί. Τα αυτιά μου βουίζουν από την φλύαρη βαβούρα σας για το πως ο τελευταίο δίσκος δεν είναι σαν τον πρώτο (σοκ), ενώ το άτυπο μπίνγκο που στήνεται γύρω από τη playlist ξυπνά βαθύτερα ένστικτα που μου έχουν κοστίσει περισσότερο χρηματικά παρά ψυχικά. Όσο περνάει η ώρα και δεν ακούω μια νότα live, μεταμορφώνομαι σε νόθο χαρακτήρα του Palahniuk, σκέφτομαι άρρωστα σενάρια, όπως να πάρω το κεφάλι εκείνου του φλώρου απέναντι που επιμόνως λέει πως του αρέσει η μπάντα αλλά δεν είναι σαν την άλλη μπάντα που δεν παίζει και να το κολλήσω στο γόνατου εκείνου του άλλου, του λεπτού που λικνίζεται από τώρα στο ρυθμό του βαριεστημένου playlist του μαγαζιού με τον ίδιο τρόπο που θα λικνίζεται στην προσχεδιασμένη κορύφωση της συναυλίας, ή να πάρω τα τακούνια της φίλης της κοντής της προηγούμενης παραγράφου που γκρινιάζει για την καπνίλα, που κι αυτή κοντή είναι δηλαδή, και να τα καρφώσω στα μάτια της πρώτης κοντής για να βλέπει καλύτερα, στο μυαλό μου γίνονται μαγικά, όλοι, μα όλοι που αναρωτιούνται ποια συγκροτήματα παίζουν, τηλεμεταφέρονται άξαφνα σε μια χωροχρονική λούπα παγιδευμένοι σε συναυλία των Scorpions οι οποίοι αγκυροβολημένοι στους ορούς τους παίζουν αποκλειστικά το πασοκικής έμπνευσης Wind of Change, ροκ μπαλάντα ρε μούτρα, τι αναβίωση της ψυχεδέλειας και κουραφέξαλα. Όσο για εκείνους, όσο για τους έξυπνους, τους κουλ, τους γαμάτους, τους όμορφους, τους ψαγμένους, τους «εγώ ξέρω», τους «εγώ τους έχω δει τότε που δεν τους ήξερε κανείς», τους γουάου των hits, τους δήθεν, τους έτσι και τους αλλιώς, όλους αυτούς τους αποδομητές, αυτούς που περιμένουν πως και πως να ξανανοίξει το Decadence, τους καλτ, τους κρυφοκίτς που έχουν κάνει το πανκ μπλουζάκι, όλους αυτούς τους μηδενιστές και ατομιστές που πρώτου θα ισοπεδώσει ο μπρουταλισμός, όλους αυτούς τους καταστροφικούς μεταμοντέρνους, για αυτούς έχω ήδη πουλήσει την ψυχή μου στον διάολο ένα μοναχικό βράδυ στο Galaxy (rip Τζίμη) με αντάλλαγμα ένα ιδανικά διαμορφωμένο προθάλαμο οδοντογιατρού με Πάρκινσονς. Είναι τόσο εκνευριστικά θλιβερά παραδείγματα της ανθρώπινης εξέλιξης που κάνουν τους τσαμπατζήδες να φαίνονται συμπαθητικοί και τους μπράβους λέκτορες της φιλοσοφικής.


Δεν θέλω πια να πηγαίνω σε live, αν και θέλω πάρα πολύ, που να σου εξηγώ τώρα. Σπίτι, τέντα τα ηχεία, αυτοσχέδιο ψηφιακό σετ που διανύει δεκαετίες, μπάντες, είδη, κόλαση, θάνατος που ουρλιάζει και ο γείτονας από το μακρινό Μπρονξ, θυσίες όχι τόσο παρθένων ακουστικών στο βωμό της πιστότητας, o Σαββόπουλος χαίρει ασυλίας αλλά σιωπά μπροστά στον Μάνο, και στους δύο Μάνους, ο Chuck εκπαραθυρώνει τον Keith, ο Lemmy σκάει στα γέλια, 14 διαφορετικές εκτελέσεις του ίδιου κομματιού από τρεις διαφορετικούς καλλιτέχνες σε επτά διαφορετικές χώρες, ο Χρήστου διδάσκει πανκ σε φρικιά, η Nico τραγουδά ντροπαλά απέναντι στο φλερτ της Σωτηρίας που πάλι απλώνει την τσόχα, ο Ζαμάνος και ο Buras ζούνε ακόμα, αντιλαλούν οι φυλακές, αντιλαλούν και οι σοφάδες της αντιπαροχής, τα παράθυρα ανοιχτά να μπαίνει η σκόνη της Καλιφόρνια, εκπολιτισμός του κουτσουλιασμένου ακάλυπτου, θόρυβος, γέννηση, γεμάτο το ποτήρι και τα μπουκάλια άδεια, ο λάρυγγας φάλτσος, καπνισμένος και κλειστός, τσιγάρα αναλογικά, πάρτι στον 13ο όροφο, φίλοι προαιρετικά και με αυστηρή αρίθμηση, πάνω από τρεις γίνεται πάλι συναυλία, το παλτό μου με παρακαλά να βγούμε έξω. Όταν η «φάση» (εμετός στα πληκτρολόγια) γίνεται για τον κόσμο, για το κοινό με το οποίο τίποτα κοινό δεν έχω, όταν γίνεται για εκείνον που εθελοντικά σαλαμοποιείται για να πει μετά πόσο γαμάτα νομίζει πως πέρασε στη συναυλία της εναλλακτικής underground μπάντας που δε βγάζει 3 ακόρντα ούτε με αίτηση αλλά έχει theremin γιατί αφού και την σπρώχνουν για 6 μήνες, ενώ αργότερα στο κρύο του κρεβάτι με ή χωρίς σύντροφο πανικόβλητα στριφογυρνά ψάνοντας να βρει το άδειο κέλυφος που έφτιαχνε όλη μέρα ή μια κάποια ανάμνηση αληθινή, όταν η συναυλία είναι για αυτόν και όχι για τους λερούς καραγκιόζηδες πάνω στη σκηνή που έχουν χάσει τη ζωή τους στη μουσική, για αυτούς που με τρόμο συνειδητοποίησαν κάποια στιγμή πως όλα έχουν ήδη γραφτεί αλλά ακόμα γράφουν, για αυτούς που έχουν στήσει κάτι περισσότερο από ένα θέαμα για εσένα, για αυτούς που έχουν προβάρει χιλιάδες ώρες για μερικά κωλάρακια περισσότερα, όταν η συναυλία δεν είναι για τη γαμημένη τη μουσική, αλλά για το lifestyle της μουσικής, τότε αυτό δεν είναι λάιβ, είναι καταναλωτική αυτοεπιβεβαίωση μιας απατηλής εικόνας του εγώ σου, μια συνταγογραφημένη από τα free press και τα webradio προσομοίωση της ζωής που δεν έχεις, η αποχαύνωση της μεταφυσικής σε μερικές ώρες υπερτιμημένης διασκέδασης, εγώ θα στα λέω, τα ‘χουν πει ο Γκυ και ο Αλέφαντος. Κάποτε τα λάιβ ήταν μια πάλη μεταξύ κλεφτών με λάφυρο τις ψυχές μας, ρίσκο και στοίχημα, οι στίχοι ήταν σωτήριες ανεμόσκαλες, οι νότες μαχαιριές και το μπιτ τύμπανα πολέμου στο no man’s land των αισθήσεων, ήταν αρχαίες τελετουργίες ανάστασης θεοτήτων, αισθημάτων, σπορά κόσμων και εποχών, το εμβατήριο του συντάγματος της ηδονής, υπέρβαση, εξύψωση, αποκάλυψη, εξιλέωση, προσγείωση, κάποτε τα λάιβ ήταν ζωντανά γεμάτα με αίμα και κάβλα. Ακόμη είναι δηλαδή, αλλά μου είναι πιο εύκολο να βρίζω εσάς, παρά εμένα, που έχω γίνει αυτό που αντιπαθούσα μικρότερος, δηλαδή ένας από εσάς. Μαλάκες, εξαιτίας σας δεν πήγα Swans με Ψαραντώνη.

archive

 

1/2014 - 7/2017

Search By Date
bottom of page